- καταφορητικός
- -ή, -ό (Α καταφορητικός, -ή, -όν)νεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταφόρησηαρχ.αυτός που εξαντλεί, που καταστρέφει.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -φορητικός (< -φορητός < φορῶ), πρβλ. δια-φορητικός, περι-φορητικός].
Dictionary of Greek. 2013.